Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῆς μητροπόλεως

См. также в других словарях:

  • βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… …   Dictionary of Greek

  • μητροπολίτης — ο (ΑΜ μητροπολίτης) [μητρόπολη] (κατά τους βυζαντινούς χρόνους) ο επίσκοπος τής πολιτικής πρωτεύουσας τής επαρχίας, δηλαδή τής μητρόπολης, ο οποίος ήταν διοικητική κεφαλή τού εκκλησιαστικού σώματος τής επαρχίας, συγκαλούσε την επαρχιακή σύνοδο,… …   Dictionary of Greek

  • Влахопулос, Александрос — Александрос Влахопулос Αλέξανδρος Βλαχόπουλος …   Википедия

  • συγκατοικίζω — αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [κατοικίζω] 1. φέρνω κατοίκους σε έρημη χώρα και ιδρύω αποικία 2. βοηθώ κάποιον να κατοικήσει σε έναν τόπο («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», Θουκ.) 3. (κυριολ. και μτφ.) βάζω να κατοικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • Πεντέλη ή Πεντελικό — Βουνό της Αττικής, το δεύτερο σε ύψος (1.107 μ.) μετά την Πάρνηθα (1.410 μ.), στα ΒΔ του λεκανοπεδίου των Αθηνών, το οποίο και περικλείει μαζί με το Αιγάλεω, την Πάρνηθα και τον Υμηττό. Ουσιαστικό στοιχείο του απαράμιλλου αττικού τοπίου, η Π.… …   Dictionary of Greek

  • έξαρχος — Ονομασία του αρχηγού στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου της στρατιωτικής μονάδας, που λεγόταν alanumerus. Αργότερα, έως τον 6o αι., ο τίτλος αποδιδόταν σε όλους τους στρατιωτικούς αξιωματούχους ανεξάρτητα από τον βαθμό που έφεραν. Στη συνέχεια, όμως …   Dictionary of Greek

  • Κοροπισσός — Αρχαία πόλη της Κιλικίας, η οποία πιθανόν ταυτίζεται με την Ιεράπολη της Ισαυρίας. Άκμασε κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, από τον Αδριανό έως τον Βαλεριανό, όπως φαίνεται από τα νομίσματα της περιόδου αυτής, τα οποία φέρουν την επιγραφή… …   Dictionary of Greek

  • Хрисанф (архиепископ Афинский) — Архиепископ Хрисанф Архиепископ Хрисанф (греч. Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος; в …   Википедия

  • Антракитис, Мефодиос — …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»