-
1 ἐπιδρομή
ἐπιδρομ-ή, ἡ,2. metaph., brief notice, Phld.Rh.2.268S.; ἐν τῇ ἐ. τῶν φιλοσόφων in his summary notice of them, D.L.7.48; summary, προειρημένωνλόγων Corn.Rh.p.389H.
;ἀποδείξεων Dam.Pr. 369
; ἐπιτομὰς ἢ συνάψειςἢ ἐπιδρομάς Gal.9.431
;ὡς ἐν ἐπιδρομῇ δεδείχθω Iamb.in Nic. p.72P.
II. inroad, raid, attack, Th.4.34, 56; τῷ τειχίσματι ib. 23; ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή plundering by means of an inroad, Hdt. 1.6: hence ἐξ ἐπιδρομῆς on the spur of the moment, ἐξ ἐ. αἱρέσεις ;εἰπεῖν Plu.Ant.80
, cf. Men.Pk. 148; cursorily, μνήμην ποιήσασθαι φαύλως καὶ ἐξ ἐ. D.H.Pomp.3 (soκατ' ἐπιδρομήν Aps.Rh.p.258H.
); μηδὲν ἐξ ἐ. παθεῖν by a sudden attack, D.21.138, cf. D.H.2.3.III. office of inspector,τῆς μητροπόλεως PFay. 23.2
(ii A.D.).IV. a place to which ships run in, landing-place,Λιβύης.. ἐρήμους ἀξένους τ' ἐπιδρομάς E.Hel. 404
; πλοῦν οὔριον.. Ἰλίουτ' ἐπιδρομάς Id.IA 1597
;τὰς ἐ. τῆς θαλάσσης διαχῶσαι Phalar.Ep. 62
.V. flow of blood (to an atrophied part), Hp.Off.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδρομή
-
2 κατα-καλέω
κατα-καλέω (s. καλέω), herunter-, herbeirufen; ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληϑείς Thuc. 1, 24; δούλους ἐπ' ἐλευϑερίᾳ κατακεκλημένους Strab. XIV, 646; – zurückrufen, τοὺς φεύγοντας Pol. 26, 5, 1 u. Sp.; – anrufen, τοὺς ϑεούς Plut. Them. 13, im med.; App. Pun. 81.
-
3 κατακαλεω
1) звать, вызывать(ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc.)
; med. звать к себе(Ἀθήναζε Plut.)
2) звать обратно(τοὺς φεύγοντας Polyb.)
3) призывать (на помощь)(τοὺς θεούς Plut.)
-
4 κατακαλέω
A call down, Plu.Oth.18; but usu. summon,ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Th.1.24
;δοῦλοι -κεκλημένοι ἐπ' ἐλευθερίᾳ Str. 14.1.38
:—[voice] Med.,κ. Ἀθήναζε Plu.Sol.24
; call upon for performance, BGU1185.25 (i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακαλέω
См. также в других словарях:
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
μητροπολίτης — ο (ΑΜ μητροπολίτης) [μητρόπολη] (κατά τους βυζαντινούς χρόνους) ο επίσκοπος τής πολιτικής πρωτεύουσας τής επαρχίας, δηλαδή τής μητρόπολης, ο οποίος ήταν διοικητική κεφαλή τού εκκλησιαστικού σώματος τής επαρχίας, συγκαλούσε την επαρχιακή σύνοδο,… … Dictionary of Greek
Влахопулос, Александрос — Александрос Влахопулос Αλέξανδρος Βλαχόπουλος … Википедия
συγκατοικίζω — αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [κατοικίζω] 1. φέρνω κατοίκους σε έρημη χώρα και ιδρύω αποικία 2. βοηθώ κάποιον να κατοικήσει σε έναν τόπο («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», Θουκ.) 3. (κυριολ. και μτφ.) βάζω να κατοικήσουν… … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
Πεντέλη ή Πεντελικό — Βουνό της Αττικής, το δεύτερο σε ύψος (1.107 μ.) μετά την Πάρνηθα (1.410 μ.), στα ΒΔ του λεκανοπεδίου των Αθηνών, το οποίο και περικλείει μαζί με το Αιγάλεω, την Πάρνηθα και τον Υμηττό. Ουσιαστικό στοιχείο του απαράμιλλου αττικού τοπίου, η Π.… … Dictionary of Greek
έξαρχος — Ονομασία του αρχηγού στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου της στρατιωτικής μονάδας, που λεγόταν alanumerus. Αργότερα, έως τον 6o αι., ο τίτλος αποδιδόταν σε όλους τους στρατιωτικούς αξιωματούχους ανεξάρτητα από τον βαθμό που έφεραν. Στη συνέχεια, όμως … Dictionary of Greek
Κοροπισσός — Αρχαία πόλη της Κιλικίας, η οποία πιθανόν ταυτίζεται με την Ιεράπολη της Ισαυρίας. Άκμασε κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, από τον Αδριανό έως τον Βαλεριανό, όπως φαίνεται από τα νομίσματα της περιόδου αυτής, τα οποία φέρουν την επιγραφή… … Dictionary of Greek
Хрисанф (архиепископ Афинский) — Архиепископ Хрисанф Архиепископ Хрисанф (греч. Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος; в … Википедия
Антракитис, Мефодиос — … Википедия